κολαστέος

κολαστέος
-α, -ο (AM κολαστέος, -α, -ον) [κολάζω]
αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κολαστέον
η ενέργεια που πρέπει να συγκρατείται, να ελέγχεται από κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολαστέος — to be chastised masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέα — κολαστέος to be chastised neut nom/voc/acc pl κολαστέᾱ , κολαστέος to be chastised fem nom/voc/acc dual κολαστέᾱ , κολαστέος to be chastised fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κολαστής chastiser masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέον — κολαστέος to be chastised masc acc sg κολαστέος to be chastised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέοι — κολαστέος to be chastised masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέοις — κολαστέος to be chastised masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέου — κολαστέος to be chastised masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέων — κολαστέος to be chastised masc/neut gen pl κολαστής chastiser masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστέῳ — κολαστέος to be chastised masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολασταίος — κολασταῑος, αία, ον (Α) κολαστέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κολαστέος] …   Dictionary of Greek

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”